ταυτοκλινής

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει το ίδιο κλίμα με άλλον, δηλαδή αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτοςμόλις γὰρ ἄν ταὐτοκλινεῖς εἶεν τοῖς κατ' Ἀμισόν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -κλινής (< κλίνω, πρβλ. και κλίμα)].