ταυτομήκης

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

Greek Monolingual

-όμηκες, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο μήκος με άλλον
2. (για αριθμό) αυτός που προέρχεται από δύο ίσους παράγοντες, π.χ. 4x4=16.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰδιομήκης).