ταφόπετρα

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

η, Ν
1. επιτάφια πλάκα, ταφόπλακα («και το φως σου σε ταφόπετρα ολόασπρη αποκοιμίζεις», Σολωμ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) εχέμυθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + πέτρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη].