ταχεῖα

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

French (Bailly abrégé)

fém. de ταχύς.

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
βλ. ταχύς.
(II)
η, Ν ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων.
Ν
επίρρ. βλ. ταχιά.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχεῖα: f к ταχύς.