διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
[Seite 1076] ορος, ἡ, schnell od. oft nach einander Mutter, v. l. von σταχυμήτωρ Ep. ad. 271.