ταχύγαμος
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
ταχύγαμον, early-marrying, Cat.Cod.Astr.2.166.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που παντρεύεται πρώιμα, πριν από την ώρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + γάμος (πρβλ. πολύγαμος)].