τελεσιδικία
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
Greek Monolingual
η, Ν
(νομ.) το τυπικό δεδικασμένο, με βάση το οποίο μια πρωτόδικη δικαστική απόφαση καθίσταται απρόσβλητη από τα τακτικά ένδικα μέσα της έφεσης και της ανακοπής ερημοδικίας και αρχίζουν κατά κανόνα να ισχύουν οι συνέπειες της έκδοσής της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελεσίδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες.].