τενόρος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

ο, Ν
μουσ. α) τραγουδιστής, του οποίου η φωνή κινείται σε υψηλή φωνητική έκταση
β) το μουσικό όργανο που έχει παρόμοια έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tenore < λατ. tenor, -oris «συνέχεια, διάρκεια» (< teneo «κρατώ»)].