τενόρος

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

ο, Ν
μουσ. α) τραγουδιστής, του οποίου η φωνή κινείται σε υψηλή φωνητική έκταση
β) το μουσικό όργανο που έχει παρόμοια έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tenore < λατ. tenor, -oris «συνέχεια, διάρκεια» (< teneo «κρατώ»)].