τενόρος

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643

Greek Monolingual

ο, Ν
μουσ. α) τραγουδιστής, του οποίου η φωνή κινείται σε υψηλή φωνητική έκταση
β) το μουσικό όργανο που έχει παρόμοια έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tenore < λατ. tenor, -oris «συνέχεια, διάρκεια» (< teneo «κρατώ»)].