τετάρπετο

From LSJ

πράξεις αἱ σοφαὶ τῶν σοφῶν ἀποστόλων → the wise acts of the wise Apostles

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετάρπετο Medium diacritics: τετάρπετο Low diacritics: τετάρπετο Capitals: ΤΕΤΑΡΠΕΤΟ
Transliteration A: tetárpeto Transliteration B: tetarpeto Transliteration C: tetarpeto Beta Code: teta/rpeto

English (LSJ)

τεταρπόμενος, τεταρπώμεσθα, v. τέρπω.

Greek (Liddell-Scott)

τετάρπετο: -πώμεσθα, -πόμενος, ἴδε ἐν λ. τέρπω.

English (Autenrieth)

see τέρπω.

Greek Monotonic

τετάρπετο: γʹ ενικ. με αναδιπλ. Παθ. αορ. βʹ του τέρπω· τεταρπώμεσθα, αʹ πληθ. υποτ. τεταρπόμενος, μτχ.