τετράκλωνος

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τέσσερεις κλώνους
2. αυτός που έχει κλωστεί με τέσσερεις κλωστές, με τέσσερα νήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κλῶνος (πρβλ. μονόκλωνος)].