τετραγγούριον

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek (Liddell-Scott)

τετραγγούριον: ἢ τετράγγουρον, εἶδος ἀγγουρίου, Σουΐδ. ἐν λ. σικύα, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λ. ἀγγούριον.