τετραπέδιλος

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τέσσερα πέδιλα ή τέσσερεις οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πέδιλον.