τετραφύλακος

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερεις φυλακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -φύλακος (< φυλακή), πρβλ. πενταφύλακος.