τεχνουργία

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνουργία Medium diacritics: τεχνουργία Low diacritics: τεχνουργία Capitals: ΤΕΧΝΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: technourgía Transliteration B: technourgia Transliteration C: technourgia Beta Code: texnourgi/a

English (LSJ)

ἡ, = τεχνούργημα (work of art), Aristeas 80, Corp.Herm. 3.4.

German (Pape)

[Seite 1104] ἡ, künstliche Arbeit (?).

Greek (Liddell-Scott)

τεχνουργία: ἡ, = τῷ προηγ., ἰατρικαῖς τισι τεχνουργίαις Θεοδ. Μετοχ. Σύμμικτα (Misc.) σ. 575, 16.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τεχνουργός
τεχνούργημα
νεοελλ.
η κατασκευή περίτεχνων δημιουργημάτων.