τεϊοθήκη

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

η, Ν
(λόγιος τ.) το σκεύος όπου φυλάσσεται το τσάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + θήκη.