τζίτζιφο

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source

Greek Monolingual

και τζίντζυφο και τζίτζυφο, το, Ν
βοτ. ο καρπός τή τζιτζιφιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. του αρχ. ζίζυφον].