εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
και τζίντζυφο και τζίτζυφο, το, Νβοτ. ο καρπός τή τζιτζιφιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. του αρχ. ζίζυφον].