τηλεφωνικός

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
τηλεπ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλέφωνο ή στην τηλεφωνία (α. «τηλεφωνικό δίκτυο» β. «τηλεφωνικό κέντρο» γ. «τηλεφωνική συσκευή»)
2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο («τηλεφωνική συνομιλία»).
επίρρ...
τηλεφωνικώς και τηλεφωνικά Ν
με το τηλέφωνο, μέσω του τηλεφώνου («θα συνεννοηθούμε τηλεφωνικά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].