τιθηνήτειρα
From LSJ
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
German (Pape)
[Seite 1113] ἡ, = τιθήνη; Nonn. D. 12, 29; Antp. Sid. 45 (Plan. 296); λέοντος τιθ. Νεμέη, Archi. 24 (IX, 19).
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. τιθηνητήρ.
Russian (Dvoretsky)
τῐθηνήτειρα: ἡ Anth. = τιθήνη.