τιθηνητήρ

From LSJ

τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθηνητήρ Medium diacritics: τιθηνητήρ Low diacritics: τιθηνητήρ Capitals: ΤΙΘΗΝΗΤΗΡ
Transliteration A: tithēnētḗr Transliteration B: tithēnētēr Transliteration C: tithinitir Beta Code: tiqhnhth/r

English (LSJ)

τιθηνητῆρος, ὁ, = τιθηνός, AP7.241 (Antip. Sid.), APl.4.179 (Arch.):—fem. τιθηνήτειρα, = τιθήνη, AP9.19 (Id.), APl.4.296 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1113] ῆρος, ὁ, = τιθηνός, Archi. 13 (Plan. 179).

Russian (Dvoretsky)

τῐθηνητήρ: ῆρος ὁ Anth. = τιθηνός I.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθηνητήρ: ῆρος, ὁ, = τιθηνός, Ἀνθολ. Παλ. 7. 241, Πλαν. 179· - θηλ. τιθηνήτειρα = τιθήνη, Ἀνθολ. Π. 9. 19, Πλαν. 296· - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. τιθηνήτειρα, Α
(ποιητ. τ.) τροφός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιθηνῶ + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. τιμητήρ, γεννήτειρα)].

Greek Monotonic

τῐθηνητήρ: -ῆρος, ὁ, = τιθηνός, σε Ανθ.· θηλ. τιθηνήτειρα = τιθήνη, στον ίδ.

Middle Liddell

τῐθηνητήρ, ῆρος, ὁ,
= τιθηνός, Anth.:—fem. -τειρα, = τιθήνη, Anth.