τιμαριούχος
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
ο, Ν
ιδιοκτήτης τιμαρίου, τσιφλικάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμάριο(ν) + -ούχος (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωΐδη].