τοκογλυφία

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. (οικον.) ο δανεισμός χρημάτων με επιτόκιο ανώτερο του νόμιμου
2. (ποιν. δίκ.) περιουσιακό έγκλημα βαθμού πλημμελήματος το οποίο συνίσταται, γενικά, στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων προφανώς δυσανάλογων προς την παροχή ορισμένης πίστωσης ή την ανανέωσή της, ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής της, με παράλληλη εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, κουφότητας, απειρίας ή ψυχικής έξαψης του λήπτη της πίστωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοκογλύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].