τρήση

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

η/τρῆσις, -ήσεως, ΝΜΑ
1. διάτρηση, τρύπημα
2. οπή, άνοιγμα («τρήσεις κοσκίνου», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρη- της δισύλλαβης ρίζας τερη- (βλ. λ. τετραίνω, τιτρώσκω), με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν + κατάλ. -σις].