τρίβαθμος

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τρεις βαθμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + βαθμός (πρβλ. δεκάβαθμος)].