τρίβαθμος

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τρεις βαθμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + βαθμός (πρβλ. δεκάβαθμος)].