τρίζοντες

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

οι, Ν
(ενν. ρόγχοι) ιατρ. ακροαστικό εύρημα κατά την εξέταση του θώρακα, αντιληπτό κυρίως στο τέλος της εισπνοής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της μτχ. τρίζων, -οντος του ρ. τρίζω. Η λ. είναι απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. (rales) crepitantes «(ρόγχοι) τρίζοντες»].