τραβολογώ

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

-άω, Ν
1. τραβώ, σύρω κάποιον ή κάτι προς διάφορες διευθύνσεις
2. ταλαιπωρώ κάποιον, τον υποβάλλω σε περιπέτειες («τον τραβολογάει δυο χρόνια στα δικαστήρια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραβώ + -λογώ].