τραχέως

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾱχέως Medium diacritics: τραχέως Low diacritics: τραχέως Capitals: ΤΡΑΧΕΩΣ
Transliteration A: trachéōs Transliteration B: tracheōs Transliteration C: tracheos Beta Code: traxe/ws

English (LSJ)

v. τραχύς ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec âpreté ou rudesse ; fig. τρηχέως (ion.) περιέπεσθαι HDT être durement traité ; τραχέως φέρειν PLUT être entêté ; τραχέως ἔχειν ISOCR être rude;
Cp. τραχύτερον, Sp. τραχύτατα.
Étymologie: τραχύς.

Russian (Dvoretsky)

τρᾱχέως: ион. τρηχέως
1 грубо, сурово, свирепо (περιέπεσθαι ὑπό τινος Her.; ὑλακτεῖν Plut.): τ. ἔχειν τινί Dem. сердиться на кого-л.;
2 негодующе (φέρειν τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχέως: Ἐπίρρ. τοῦ τραχύς, ὅ ἴδε.

Greek Monolingual

και ιων. τ. τρηχέως Α
επίρρ. βλ. τραχύς.

Greek Monotonic

τρᾱχέως: επίρρ. του τραχύς.

English (Woodhouse)

harshly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search