τραχηλάτος

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
τραχηλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -άτος (πρβλ. σταράτος)].