σταράτος
From LSJ
και σιταράτος, -η, -ο Ν, σιτάρι/ στάρι
1. αυτός του οποίου το δέρμα έχει το χρώμα του σταριού, ο ανοιχτός μελαχρινός
2. (για ψωμί) σταρένιος
3. μτφ. (για λόγους) σαφής, ξεκάθαρος («λόγια σταράτα»).
επίρρ...
σταράτα
ξεκάθαρα, με σαφήνεια, χωρίς περιστροφές («μίλα του σταράτα»).