σταράτος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

και σιταράτος, -η, -ο Ν, σιτάρι/ στάρι
1. αυτός του οποίου το δέρμα έχει το χρώμα του σταριού, ο ανοιχτός μελαχρινός
2. (για ψωμί) σταρένιος
3. μτφ. (για λόγους) σαφής, ξεκάθαροςλόγια σταράτα»).
επίρρ...
σταράτα
ξεκάθαρα, με σαφήνεια, χωρίς περιστροφές («μίλα του σταράτα»).