τραχηλιμαίος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
τραχηλιαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιμαῖος (βλ. -αίος), πρβλ. ονυχιμαίος].