τρεχάματα

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
1. αδιάκοπα τρεξίματα
2. εντατικές ενέργειες για επείγουσες υποθέσεις, τρεξίματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. -άμα /-ατα κατά το ουδ. σε -μα, -ατος (πρβλ. κλάματα, πράματα)].