Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
ο, θηλ. τριαντάρα, Ν
1. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ετών
2. το θηλ. η τριαντάρα
μηχανή δύναμης τριάντα ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάντα + κατάλ. -άρης (πρβλ. εικοσάρης)].