τριανταφυλλένιος

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που αποτελείται από τριαντάφυλλα
2. αυτός που μοιάζει με τριαντάφυλλο στο χρώμα και στην ανθηρότητα («τριανταφυλλένια μάγουλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριαντάφυλλο + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ζαχαρένιος)].