τριγωνοκεφαλία
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
η, Ν
ανατ. ανώμαλη διαμόρφωση του κρανίου σε σχήμα τριγώνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trigonocephaly < tńgonocephalous (πρβλ. τριγωνοκέφαλος)].