τριλάγυνος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, holding three bottles, Stesich.7, POxy.741.12 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐλάγῠνος: [ᾰ], -ον, ὁ χωρῶν τρεῖς λαγύνους, σκύπφειον δὲ λαβὼν δέπας ἔμμετρον ὡς τριλάγυνον πῖεν Στησίχορ. παρ’ Ἀθην. 499Β.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χωρητικότητα τριών λαγήνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + λάγυνος / λάγηνος «στάμνα»].

German (Pape)

[ῡ], drei Flaschen haltend, Stesichor. bei Ath. XI.499e.