τριπόδι

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ο τριποδισμός του αλόγου, καλπασμός, αλλ. αντριπόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πόδι].