τρισευκλεής

From LSJ

Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches

Menander, Monostichoi, 548

Greek (Liddell-Scott)

τρισευκλεής: -ές, πάνυ εὐκλεής, τρισένδοξος, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τόμ. 8, μέρ. 2, σελ. 163.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜ
τρισένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐκλεής «ένδοξος»].