τριτοπροσώπως

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτοπροσώπως: Ἐπίρρ., ἐν τῷ τρίτῳ προσώπῳ, κατὰ τρίτον πρόσωπον, Θεοδοσ. Γραμμ. 143, 10.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. βλ. τριτοπρόσωπος.