τριτότοκος

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / τριτότοκος, -ον, ΝΜ
τρίτος στη σειρά γέννησης, γεννημένος μετά από δύο άλλα αδέλφια («τριτότοκη κόρη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτό-τοκος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].