τριφύλλι
From LSJ
Greek Monolingual
το / τριφύλλιον, ΝΜΑ τρίφυλλος
ποώδες, νομευτικό φυτό, με φύλλα σύνθετα από τρία φυλλάρια, κοινή σήμερα ονομασία τών ειδών του γένους τριφύλλιο της οικογένειας ψυχανθή
νεοελλ.
1. βοτ. κοινή ονομασία της ήμερης μηδικής
2. φρ. «τετράφυλλο τριφύλλι»
(λαογρ.) τριφύλλι με τέσσερα φυλλάρια, που πιστεύεται ότι έχει μαγικές ιδιότητες.