τροπηλίς

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek (Liddell-Scott)

τροπηλίς: -ίδος, ἡ, ἴδε τροπαλίς.

German (Pape)

ἡ, s. τροπαλίς.