τροφιά

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφιά Medium diacritics: τροφιά Low diacritics: τροφιά Capitals: ΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: trophiá Transliteration B: trophia Transliteration C: trofia Beta Code: trofia/

English (LSJ)

ἡ, = σποδιά, Erot. s.v. τροφιωδέων.

Greek Monolingual

ἡ, Α
η σποδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή /τροφός + κατάλ. -ιά (πρβλ. σποδιά)].