τροχοδρόμηση

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

η, Ν τροχοδρομώ
η κίνηση του αεροπλάνου στο έδαφος πάνω στους τροχούς κατά την απογείωση και την προσγείωσή του.