τρυπώνω

From LSJ

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source

Greek Monolingual

Ν τρύπα
1. (μτβ.) αποκρύπτω, καταχωνιάζω («πού τρύπωσες τα βιβλία μου και δεν τά βρίσκω;»)
2. (αμτβ.) μπαίνω κάπου για να κρυφτώ, κρύβομαι κάπου («τρύπωσε από τον φόβο της σε μια γωνιά»)
3. ράβω προσωρινά με αραιές βελονιές, κάνω τρύπωμα
4. μτφ. διεισδύω με επιτήδειο τρόπο («πάντα βρίσκει τρόπους να τρυπώνει σε διάφορες δουλειές»).