τρύπωμα

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

το, Ν τρυπώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τρυπώνω
2. πρόχειρο ράψιμο με αραιές βελονιές.