καταχωνιάζω

From LSJ

εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος → in the name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit

Source

Greek Monolingual

1. χώνω βαθιά, κατακαλύπτω με χώμα, θάβω
2. κρύβω, εξαφανίζω («πού το καταχώνιασες πάλι το βιβλίο μου;»)
3. καταπίνω, καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του καταχώνω κατά τα ρ. σε -ιάζω, κατά το σχήμα πληγ-ώνω: πληγ-ιάζω. Κατ' άλλη άποψη < κατ(α)- + χώνη «χοάνη» + κατάλ. -ιάζω].