τρωτήριον
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Greek (Liddell-Scott)
τρωτήριον: τό, ὄργανον τρωτικόν, Καισάρ. σ. 1040, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
όργανο που μπορεί να προκαλέσει τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω- του τι-τρώ-σκω + κατάλ. -τήριον (πρβλ. βασανιστήριον)].