τρόφιος
From LSJ
ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal
ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal
[Seite 1153] = τρόφιμος, Numen. bei Ath. VII, 304 e.
τρόφιος: -α, -ον, = τρόφιμος, ἢ σκάρον ἢ κῶθον τροφίην καὶ ἀναιδέα λίην Νουμήνιος παρ’ Ἀθην. 304Ε.
-ία, -ον, Α τροφή / τροφός
τρόφιμος, θρεπτικός.