τρύπωμα

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

Greek Monolingual

το, Ν τρυπώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τρυπώνω
2. πρόχειρο ράψιμο με αραιές βελονιές.